- επανάσταση
- Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή λιγότερο βίαιη. Η ε., λοιπόν, συνεπάγεται την ανατροπή μιας πολιτικοκοινωνικής τάξης και την αντικατάστασή της με μια νέα. Σχετικά με τη μορφή των μεταβολών στον πολιτικοκοινωνικό τομέα, η αρχή της ε. είναι αντίθετη προς την αρχή της μεταρρύθμισης, που χαρακτηρίζεται από μια ειρηνική και νόμιμη διαδικασία διαδοχικών και βαθμιαίων καινοτομιών στο πολιτικό σύστημα και στις οικονομικοκοινωνικές σχέσεις. Η ε. διακρίνεται από την απλή στάση ή ανταρσία, η οποία συνήθως έχει συμπτωματικό χαρακτήρα και οι συνέπειές της είναι πολύ πιο περιορισμένες, όπως και από το πραξικόπημα, που προκαλεί μια απλή συνταγματική αλλαγή εκ των άνω, δηλαδή από ένα όργανο της εκτελεστικής εξουσίας συνήθως, και όχι ανατροπή της συνολικής τάξης των πραγμάτων που να προέρχεται από τη δράση των μαζών.
Η πολιτική αναστάτωση που δημιουργεί μια ε. επιφέρει πάντα μια αλλαγή –περισσότερο ή λιγότερο σημαντική– και στις οικονομικοκοινωνικές σχέσεις, αφού η ανατροπή ενός πολιτικού συστήματος έχει αναγκαστικά σοβαρές επιπτώσεις στα οικονομικοκοινωνικά συμφέροντα, στα οποία στηριζόταν το ίδιο αυτό σύστημα. Γι’ αυτό, η διάκριση που γίνεται ενίοτε μεταξύ της πολιτικής και της κοινωνικής ε. δεν έχει συνήθως πραγματική θεωρητική αξία και τελικά καταδεικνύει απλώς τον διαφορετικό βαθμό με τον οποίο κάθε φορά η ε. επηρεάζει τον οικονομικοκοινωνικό τομέα.
Γενικά, μια ε. προκαλείται από τα εμπόδια και τους περιορισμούς που ένα ορισμένο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα προβάλλει στην ελεύθερη ανάπτυξη νέων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, ήδη διαμορφωμένων, οι οποίες αποκτούν μια βαρύτητα όλο και μεγαλύτερη στην πραγματική ζωή της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να έχουν αποκτήσει την κοινωνική και πολιτική θέση που τους αρμόζει. Έτσι, δημιουργείται μια κατάσταση σύγκρουσης μεταξύ του παλαιού πολιτικοκοινωνικού σχήματος, που παραμένει κλειστό στον εαυτό του αντί να αποδεχτεί τις νέες ανάγκες, και των νέων δυνάμεων, οι οποίες, αποκτώντας προοδευτικά αυτοσυνείδηση, επισημαίνουν όλο και περισσότερο την ανάγκη να πληγεί η παλιά τάξη των πραγμάτων. Αυτή είναι γενικά η κατάσταση που επικρατεί πριν από την έκρηξη μιας ε., της οποίας ρόλος είναι να σπάει ένα στείρο περίβλημα. Η αντικατάσταση όμως του παλαιού από το νέο με ε., συνοδεύεται συχνά από περιόδους περισσότερο ή λιγότερο σύντομες κατά τις οποίες επικρατεί η βία και υπερισχύουν κυρίως οι εξτρεμιστικές ομάδες από εκείνες που αντιπροσωπεύουν τις νέες ανάγκες. Σε αυτό οφείλεται και το γεγονός πως όχι σπάνια οι ε. καταλήγουν σε καθεστώτα –συνήθως προσωρινά– δικτατορικού και αυταρχικού χαρακτήρα.
Ο όρος ε. χρησιμοποιείται και με τρόπο ευρύτερο για να δηλώσει τα ιστορικά εκείνα κινήματα που οδηγούν σε πολιτικοκοινωνικές μεταβολές ακόμα και με αργή διαδικασία, που δεν τη χαρακτηρίζει η βία ή η ύπαρξη οργανωμένων ομάδων και συνειδητών πρωταγωνιστών του όλου κινήματος (με την έννοια αυτή, γίνεται, παραδείγματος χάριν, λόγος για δημοκρατική ε.)· ή ακόμα για να δηλώσει μια βαθιά και ριζική μεταβολή που συντελείται σε μια ιδιαίτερη μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας (τέτοια είναι, παραδείγματος χαριν, η περίπτωση της βιομηχανικής ε. ή της δημογραφικής ε.) ή του πολιτισμού (παραδείγματος χάριν, η ε. του Κοπέρνικου).
Αμερικανική ε. Βλ. παρακάτω (Αμερικανικές επαναστάσεις).
Βιομηχανική ε. Βλ. λ. βιομηχανία (Βιομηχανική επανάσταση).
Γαλλική ε. Βλ. λ. Γαλλική επανάσταση· Κομούνα· Γαλλία (Ιστορία)· παρακάτω (ε. του 1848).
Ελληνική ε. Βλ. λ. Ελληνική Επανάσταση.
Οκτωβριανή Σοβιετική ε. Βλ. παρακάτω (ε. του 1917)· Ρωσία (Ιστορία)· Σοβιετική Ένωση.
Ρωσική ε. Βλ. παρακάτω (ε. του 1917)· Ρωσία (Ιστορία)· Σοβιετική Ένωση.
Αμερικανικές ε. Γενικός χαρακτηρισμός όλων των επαναστατικών κινημάτων τα οποία, μεταξύ του 18ου αι. και της πρώτης εικοσαετίας του 19ου, οδήγησαν στη χειραφέτηση της αμερικανικής ηπείρου, ύστερα από τον αγώνα στη Βόρεια Αμερική εναντίον της αγγλικής κυριαρχίας, και στην Κεντρική και Νότια εναντίον της ισπανικής και της πορτογαλικής κυριαρχίας. Αυτές οι ε. είχαν χαρακτήρα κυρίως αντιαποικιακό. Τις προκάλεσε η επιθυμία για αυτονομία, πρώτα, και για ανεξαρτησία ύστερα, που ωρίμασε σταδιακά στην ψυχή των αποίκων ως αντίδραση στο ολοένα και πιο αυστηρό και καταπιεστικό καθεστώς που είχε επιβληθεί από τις μητροπόλεις τους.
Στην ανάπτυξη αυτού του αισθήματος είχαν συντελέσει πολλοί παράγοντες: οι αρχές των εγκυκλοπαιδιστών, η δημιουργία εθνικής συνείδησης, η άνθηση αστικών εμπορικών τάξεων, οι οποίες απέβλεπαν στην αυτόνομη οικονομική ανάπτυξη, η δυσφορία για τη φορολογική καταπίεση που ασκούσαν οι μητροπόλεις. Στον βορρά, ο αγώνας για την απαλλαγή από τη βρετανική κυριαρχία ακολούθησε μια ενιαία γραμμή, την οποία καθόριζε η ταυτότητα των συμφερόντων των επαναστατημένων λαών. Οι λαοί αυτοί κατάφεραν να βρουν αμέσως πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες και να οργανωθούν με αποτελεσματικό τρόπο. Το λάθος του αγγλικού στέμματος ήταν ότι δεν αντιλήφθηκε την έκταση και τη σπουδαιότητα του επαναστατικού κινήματος, και έτσι εξακολούθησε την καταπιεστική πολιτική και κυρίως την επιβολή νέων φόρων. Όλα τα οικονομικά μέτρα, που η κυβέρνηση του Γεωργίου Γ’ υιοθέτησε εναντίον των αποίκων της Αμερικής μεταξύ 1763 και 1770, ήταν στο βάθος πλήγματα εναντίον του ίδιου του αυτοκρατορικού βρετανικού συστήματος. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Πάτρικ Χένρι, οι Τζον και Σάμουελ Άνταμς, ο Τόμας Πέιν, ο Τζον Σάλιβαν, ο Τόμας Τζέφερσον –μερικοί από τους πιο αξιόλογους ηγέτες της επανάστασης– ήξεραν να κατευθύνουν εύστοχα τις διαμαρτυρίες των συμπατριωτών τους και να τις οδηγήσουν στην Κήρυξη της Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου 1776) και στην τελική νίκη του 1783 (συνθήκη ειρήνης των Βερσαλιών). Αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός χαρακτήρας του αγώνα, ο οποίος προέβαλε ανάγλυφος μέσα από τα κείμενα που τον επικύρωσαν. Τέτοιο κείμενο είναι η διακήρυξη του 1776, πραγματικό πολιτικό μνημείο, που συντάχτηκε σχεδόν ολόκληρη από τον Τόμας Τζέφερσον. Το κείμενο αυτό διακήρυξε, δεκατρία χρόνια πριν από τη Γαλλική ε., πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, πως όλοι είναι προικισμένοι από τον Θεό με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα (της ζωής, της ελευθερίας και της επιδίωξης της ευδαιμονίας), πως οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να εγγυώνται στους λαούς την εξασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών και πως οι λαοί έχουν το δικαίωμα να απαλλαγούν από τις κυβερνήσεις οι οποίες δεν τηρούν την εντολή που τους εμπιστεύθηκαν.
Στην Κεντρική και Νότια Αμερική, που αποικίστηκε από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους, η ε. για τη χειραφέτησή της είχε και αυτή έναν ενιαίο χαρακτήρα, αλλά ακολούθησε τραχύτερο δρόμο· και αυτό γιατί η εθνική και κοινωνική σύνθεση των λαών, οι ιστορικές και γεωγραφικές προϋποθέσεις και οι τελικοί στόχοι δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη μιας ενιαίας εθνικής συνείδησης, αλλά ευνοούσαν την άνθηση διαφόρων αυτονομιστικών τάσεων, που όμως ήταν αλληλέγγυες ως προς τον σκοπό που επεδίωκαν, να απαλλαγούν δηλαδή από τις κοινές για όλους καταδυναστευτικές δυνάμεις (Ισπανία, Πορτογαλία). Θα πρέπει ακόμα να προστεθεί πως η παρουσία ιθαγενών, που στο παρελθόν ανήκαν σε προηγμένα και οργανωμένα κράτη (Αζτέκοι, Μάγια, Ίνκας κλπ.), δημιουργούσε προβλήματα που δεν υπήρχαν στον βορρά. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο πως οι πρώτες λαϊκές εκδηλώσεις, που επεδίωκαν την επίτευξη της ανεξαρτησίας, είχαν ως πρωταγωνιστές ομάδες, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, ινδιάνων. Πάντως, και στη Νότια Αμερική, η ιδεολογική ώθηση δόθηκε κυρίως από τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες που έφταναν από την Ευρώπη. Τα ονόματα του Ρουσό και του Βολτέρου έγιναν σύντομα δημοφιλή στους ηγετικούς κύκλους των αστών και των πνευματικών ανθρώπων· στις διάφορες πόλεις δημιουργήθηκαν εταιρείες και σύνδεσμοι με χαρακτήρα τυπικά φιλολογικό, που όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν άλλο από κέντρα συνωμοτικά εναντίον της διοίκησης των αποίκων. Επιπλέον, θα πρέπει να αναφερθεί πως στην ανάπτυξη των πατριωτικών ιδεωδών συνετέλεσαν ιδιαίτερα ομάδες από κρεολούς επιστήμονες, που αφιερώθηκαν στη συστηματική παρουσίαση και προβολή του τοπικού πλούτου· τέτοιοι ήταν οι Κολομβιανοί Φρανσίσκο Χαβιέρ ντε Κάλντας και Χοσέ Ταντέο Λοσάνο, ο Περουβιανός Χοσέ Εουσέμπιο Λιάνο Σαπάτα, ο Χουάν Εγκάνια και ο Καμίλο Ενρίκεθ στη Χιλή, ο Αντόνιο ντε Αλτσέδο στον Ισημερινό κ.ά. Οι νέες ιδέες μπόρεσαν να διαδοθούν χάρη σε ένα πλήθος από έντυπα που ίδρυσαν ενθουσιώδεις στοχαστές, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα είναι τα: Gaceta de Santa Fe της Μπογκοτά, Diario erudito economico e comercial και Mercurio Peruano της Λίμας, Gaceta Literaria de México, Gaceta de Goathemala της Γουατεμάλας, το Télegrafo του Μπουένος Άιρες και ακόμα το Aurora de Chile.
Για πολλούς λόγους, το έδαφος ήταν πρόσφορο για τη δημιουργία επαναστατικού κλίματος· σε μεγάλο βαθμό ήταν υπεύθυνη η διοίκηση των αποικιών, της οποίας τα όργανα δεν στάθηκαν ικανά να αντιληφθούν τη δυσφορία που δημιουργούσαν με την πολιτική τους. Δεν αντιλήφθηκαν πως οι κρεολοί άποικοι (ισπανικής καταγωγής, αλλά γεννημένοι στο αμερικανικό έδαφος) δεν μπορούσαν πια να αποδεχτούν τον αποκλεισμό τους από τις σπουδαιότερες δημόσιες υπηρεσίες, των οποίων τη λειτουργία η διοίκηση ανέθετε στους λεγόμενους peninsulares, δηλαδή στους Ισπανούς που είχαν γεννηθεί στη μητρόπολη. Επιπλέον, ήταν διάχυτη η δυσφορία για τη βαριά φορολογία και η αντίδραση για το εμπορικό μονοπώλιο που κρατούσε το στέμμα.
Η ανεξαρτησία των ΗΠΑ, η Γαλλική ε. του 1789 και λίγο αργότερα η δράση του Ναπολέοντα στάθηκαν τα τελικά ερεθίσματα για την ένοπλη εξέγερση.
Ύστερα από την εποποιία αυτή, η Αμερική γνώρισε και άλλες ε., όλες στο κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπείρου. Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν θεωρούνται πραγματικά επαναστατικά γεγονότα το πλήθος των στασιαστικών κινημάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη λατινοαμερικανική ιστορία. Στη μεγάλη πλειοψηφία τους πρόκειται για στρατιωτικά κινήματα, πραξικοπήματα, συνωμοσίες κλπ. Καθαρά επαναστατικό χαρακτήρα είχαν οι καθεστωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο Μεξικό (1917) και στην Κούβα (1959). Στις δύο αυτές περιπτώσεις η εξουσία πέρασε από μια κοινωνική τάξη σε μια άλλη, με συνέπεια τη μεταβολή της πολιτικής διάρθρωσης των κρατών αυτών.
Ε. του 1789. Η Γαλλική επανάσταση (βλ. λ.).
Ε. του 1821. Η Ελληνική επανάσταση (βλ. λ.).
Ε. του 1848. Το 1848 είναι η χρονιά του μεγάλου ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, κατά το οποίο έδρασαν οι φιλελεύθερες και εθνικές πολιτικές δυνάμεις –συχνά αλλά όχι παντού σε συνεννόηση μεταξύ τους– που στο α’ μισό του αιώνα ξύπνησαν σχεδόν σε όλους τους λαούς της ηπείρου, εξαιτίας κυρίως της Γαλλικής Ε. και της δράσης του Ναπολέοντα. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των κινημάτων του 1848 και τα διαφοροποιεί από τις προηγούμενες ε. είναι, εκτός από τη μεγαλύτερη έκταση και τη χρονική σύμπτωση, η ύπαρξη κοινωνικών αιτημάτων παράλληλα με τα φιλελεύθερα και τα εθνικά. Τα αιτήματα αυτά αποτελούν την πρώτη απόπειρα του προλεταριάτου να εκφράσει την πολιτική του συνείδηση και να αναλάβει ενεργό μέρος στη σκηνή της σύγχρονης ιστορίας. Δεν είναι τυχαία σύμπτωση πως το Κομουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ είναι έργο της ίδιας χρονιάς, ακόμα και αν η επίδρασή του στα τότε γεγονότα ήταν ελάχιστη. Τα εθνικά και τα φιλελεύθερα αιτήματα ήταν κυρίως εκδηλώσεις της αστικής τάξης, οι οποίες κατάφεραν πολιτικά αποτελέσματα με σημασία και διάρκεια ανάλογη με την ανάπτυξη που η συγκεκριμένη τάξη είχε στις διάφορες χώρες: αξιόλογα στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, πενιχρότερα και πιο εφήμερα στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη.
Τα σοσιαλιστικά αιτήματα, που σχετίζονταν άμεσα με την ανάπτυξη της βιομηχανικής οικονομίας, υπήρξαν αξιόλογα κυρίως στη Γαλλία και στις χώρες όπου άρχιζαν να δημιουργούνται μεγάλα εργατικά κέντρα. Ωστόσο, τα αιτήματα αυτά σπάνια αποδείχθηκαν κατάλληλα να γεννήσουν πολιτεύματα που μπορούσαν να γίνουν δεκτά την εποχή εκείνη και σχεδόν πάντα προκάλεσαν τον φόβο των αστών, ευνοώντας έτσι έμμεσα τις δυνάμεις και τα αντιδραστικά συμφέροντα. Αν εξαιρεθεί η χωριστική ε. της Σικελίας, που άρχισε στο Παλέρμο στις 12 Ιανουαρίου, τον πρώτο κρίκο των ε. του 1848 αποτέλεσε η παρισινή ε. της 23ης-24ης Φεβρουαρίου, η οποία προκάλεσε την πτώση του Λουδοβίκου Φιλίππου και την ανακήρυξη της δημοκρατίας με προσωρινή κυβέρνηση που δέχτηκε αμέσως ορισμένες απαιτήσεις των εργατών (πρόγραμμα του Λουί Mπλαν· δημιουργία εθνικών εργοστασίων για την εξασφάλιση του δικαιώματος εργασίας), τις οποίες, κατά μεγάλο μέρος, απέρριψε αργότερα η συντακτική συνέλευση που συνήλθε στις 4 Μαΐου και στην οποία κυριαρχούσαν οι συντηρητικοί. Πολιτικός και εθνικός ήταν ο αντίκτυπος της παρισινής ε. στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, όπου τα φιλελεύθερα αστικά αιτήματα αναμείχθηκαν με αυτονομιστικά συνθήματα ή ακόμα και με συνθήματα ανεξαρτητοποίησης των εθνοτήτων (Ούγγρων, Τσέχων, Σέρβων, Κροατών, Πολωνών, Ιταλών). Οι αμοιβαίες συγκρούσεις των πολλαπλών αυτών επαναστατικών κινημάτων ζημίωσαν την ε. και υποβοήθησαν το παιχνίδι της αψβουργικής αντίδρασης.
Στη Γερμανία, η ε. του 1848 συνοψίζεται περισσότερο από όσο στις λαϊκές επαναστάσεις (η πιο αιματηρή ήταν εκείνη του Βερολίνου στις 15 Μαρτίου) στο έργο της συνέλευσης της Φρανκφούρτης, που έτεινε να δημιουργήσει μια μικρή ομοσπονδιακή γερμανική αυτοκρατορία (αποκλείοντας δηλαδή την Αυστρία). Αυτή η απόπειρα απέτυχε, γιατί ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’ της Πρωσίας αρνήθηκε να δεχτεί το στέμμα που συνεπαγόταν την αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας (28 Απριλίου 1849). Στην Ιταλία, η επαναστατική κρίση άρχισε με τις εξεγέρσεις της Βενετίας (17 Μαρτίου) και του Μιλάνου (18-27 Μαρτίου) που ώθησαν τον Κάρολο Αλβέρτο σε πόλεμο εναντίον της Αυστρίας. Ο πόλεμος, στον οποίο έλαβαν μέρος τακτικός στρατός και εθελοντές Τοσκάνοι, παπικοί και Ναπολιτάνοι, είχε στην αρχή ομοσπονδιακό χαρακτήρα, αλλά αργότερα, αφού αποσύρθηκαν ο πάπας, ο μεγάλος δούκας της Τοσκάνης και ο βασιλιάς της Νάπολης, περιορίστηκε στο Πιεμόντε με πολιτικό-συντηρητικό χαρακτήρα και προσανατολισμό.
Μετά την ήττα του Καρόλου Αλβέρτου και την ανακωχή του Σαλάσκο (9 Αυγούστου), η πρωτοβουλία πέρασε στους δημοκρατικούς που κατέλαβαν την εξουσία στη Φλωρεντία, στη Ρώμη (δημοκρατία Ρώμης, 9 Φεβρουαρίου 1849) και στη Βενετία. Αλλά τα δημοκρατικά προγράμματα ήταν καταδικασμένα σε αποτυχία, γιατί σε όλη την Ευρώπη η αντίδραση είχε ήδη επικρατήσει. Στις 15 Μαΐου 1848, ο Φερδινάνδος Β’ των Βουρβόνων άρχισε την επίθεση εναντίον της επαναστατημένης Σικελίας (το Παλέρμο έπεσε στις 15 Μαΐου 1849)· τον Ιούνιο του 1848, ο στρατηγός Καβενιάκ έπνιξε στο αίμα την εξέγερση των εργατών του Παρισιού στο όνομα της συνέλευσης. Ο φόβος του κομουνισμού διευκόλυνε την εκλογή ως προέδρου του Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη (10 Δεκεμβρίου 1848) και επιτάχυνε τη διάλυση της δημοκρατίας. Στις 31 Οκτωβρίου, η στρατιωτική αντίδραση θριάμβευσε στη Βιέννη. Η ουγγρική ε. συνεχιζόταν ακόμα, αλλά, αδυνατισμένη από εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις και από την αντίσταση των Κροατών, συνθηκολόγησε τελικά μπροστά στις ενωμένες δυνάμεις των Αψβούργων και του τσάρου (Αύγουστος 1849). Στην Ιταλία, ο Κάρολος Αλβέρτος, που είχε εμπιστευθεί την κυβέρνηση σε ένα δημοκρατικό υπουργικό συμβούλιο, ξανάρχισε τον πόλεμο στις 20 Μαρτίου του 1849, αλλά στις 23 ηττήθηκε οριστικά στη Ναβάρα. Τέλος, με την πτώση της δημοκρατίας της Ρώμης (1 Ιουλίου 1849), έσβησαν οι τελευταίες λάμψεις της μεγάλης πυρκαγιάς του 1848. Όμως, η νίκη των αντιδραστικών ήταν μόνο φαινομενική: οι πολιτικές και κοινωνικές απαιτήσεις που ήρθαν στο φως από το επαναστατικό κίνημα αποτέλεσαν τα θέματα (αν και με διαφορετικές εξελίξεις) της κατοπινής ευρωπαϊκής ιστορίας.
Ε. του 1917 (Οκτωβριανή ή Ρωσική). Η μεγαλύτερη ε. του 20ού αι., όχι μόνο για την τραχύτητα του αγώνα και για την κοινωνική ανατροπή που προκάλεσε, αλλά και για τις πολιτικές και διεθνείς επιπλοκές που προέκυψαν από αυτήν. Σύμφωνα με τις μαρξιστικές αρχές η Οκτωβριανή ε. τοποθετείται, όχι μόνο χρονολογικά αλλά και ιδεολογικά, μετά τις γαλλικές ε. και αντιπροσωπεύει το ξεπέρασμα της αστικής φιλελεύθερης και κεφαλαιοκρατικής εποχής με την ανάληψη της εξουσίας από την τελευταία κοινωνική τάξη, το προλεταριάτο.
Από το τέλος ακόμα του 19ου αι. ο μαρξισμός είχε βρει πρόσφορο έδαφος στα αναρχικά και μηδενιστικά ρεύματα της Ρωσίας. Όμως, μόνο μετά τη διάσπαση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (1903) ο Λένιν δημιούργησε από το αριστερό τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας (τους μπολσεβίκους) ένα κόμμα που, συγκροτημένο από επαγγελματίες επαναστάτες με αυστηρές δογματικές αρχές και με στόχο τη δημιουργία επαναστατικής συνείδησης στις τάξεις του προλεταριάτου, απέκτησε μεγάλη προσηλυτιστική και μαχητική δύναμη. Είναι ανάγκη να ληφθεί υπόψη πως η τσαρική Ρωσία το 1917 ήταν ακόμα ένα ημιφεουδαρχικό κράτος, όπου οι μεγάλες μάζες ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης, άγνωστες πια, από πολλούς αιώνες, στους δυτικούς λαούς. Ένα κοντόφθαλμο αστυνομικό καθεστώς είχε θέσει υπό αυστηρό έλεγχο τις μορφωμένες τάξεις και τα πιο εξελιγμένα στοιχεία, που από πολύ καιρό μάταια ζητούσαν πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που θα καθιστούσαν πιο ανθρώπινες τις αφόρητες συνθήκες ζωής του λαού. Η σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες έκανε ακόμα βαθύτερο το χάσμα που χώριζε την ιθύνουσα αριστοκρατική τάξη, την προσκολλημένη σε αδιάλλακτες θέσεις, από τους υπόλοιπους πολίτες που ενστερνίζονταν όλο και περισσότερο τις εξτρεμιστικές ιδέες, ως τις πιο κατάλληλες για την εξάλειψη των μεγάλων δεινών της Ρωσίας. Από τις αρχές του 20ού αι., μαζί με τη γοργή εκβιομηχάνιση της χώρας και την εισροή ολοένα και μεγαλύτερων μαζών χωρικών στις πόλεις, η κατάσταση είχε ενταθεί ακόμα περισσότερο. Διαδηλώσεις, εξεγέρσεις και συνωμοσίες είχαν πνιγεί στο αίμα, η αστυνομία είχε πολλαπλασιάσει τις συλλήψεις, οι φυλακές και τα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων στη Σιβηρία είχαν γεμίσει από πολιτικούς κρατουμένους. Αλλά όλα αυτά τα μέτρα δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την επαναστατική ορμή, η οποία, αντίθετα, όλο και μεγάλωνε, κυρίως στις μεγαλουπόλεις. Ο Ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος, με τις καταστρεπτικές μάχες του Πορτ Άρθουρ, του Μούκδεν και της Τσουσίμα, είχε συντελέσει στη δημιουργία της βαθιάς εκείνης αναταραχής, που τα σημαντικότερα επεισόδιά της ήταν η σφαγή άοπλων εργατών στην Πετρούπολη (Ιανουάριος του 1905) και η εξέγερση του Ποτέμκιν (Ιούνιος 1905). Ακόμα περισσότερο, δέκα χρόνια αργότερα, οι νέες αιματηρές ήττες του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης δημιούργησαν τις βάσεις μιας ολοκληρωτικής σχεδόν αντίθεσης εναντίον του τσαρισμού, του οποίου η τύχη είχε πια κριθεί.
Στις 8 Μαρτίου 1917 η εξέγερση ξέσπασε στην Πετρούπολη. Γρήγορα πήρε μορφή πραγματικής πολιτικής ε. (12-14 Μαρτίου) στην οποία ούτε αστυνομία ούτε στρατός (που είχαν άλλωστε σε μεγάλη έκταση διαβρωθεί) μπόρεσαν να αντισταθούν. Τα όργανα της τσαρικής εξουσίας αντικαταστάθηκαν από δύο σώματα: την εκτελεστική επιτροπή της Δούμας, που σχηματίστηκε από στοιχεία της μεγαλοαστικής τάξης, μετριοπαθών τάσεων, και το σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών, σοσιαλιστικών τάσεων, που απέβλεπε σε μια βαθύτερη ε.· στις 14 Μαρτίου σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση. Αφού εγκατέλειψε την ιδέα να οδηγήσει πιστά του στρατεύματα εναντίον της πρωτεύουσας, ο τσάρος Νικόλαος Β’ υπέγραψε την πράξη παραίτησης για τον ίδιο και για τον διάδοχο Αλέξιο (15 Μαρτίου). Ο νέος τσάρος, μεγάλος δούκας Μιχαήλ, αρνήθηκε το στέμμα, καθώς είχε διαπιστώσει ότι η υπόθεση του θρόνου είχε πια χαθεί.
Στην πρωτεύουσα, την πρώτη φιλελεύθερη συντηρητική κυβέρνηση την οποία υποστήριζε το κόμμα των συνταγματικών δημοκρατών διαδέχτηκε η σοσιαλδημοκρατική του μενσεβίκου Κερένσκι, υπουργού των Στρατιωτικών, αρχικά, και ύστερα πρωθυπουργού (17 Ιουλίου). Γρήγορα, όμως, έγινε φανερό πως ούτε η κυβέρνηση αυτή ήταν ικανή να αναστείλει την επαναστατική ορμή των μαζών, που ζητούσαν να σταματήσουν οι συμβιβασμοί και οι πολιτικοί επαμφοτερισμοί. Επήλθε έτσι μία ακόμα μετατόπιση προς τα αριστερά των λαϊκών πολιτικών τάσεων. Εξάλλου, η δύναμη των μπολσεβίκων είχε ενισχυθεί με την άφιξη στην πρωτεύουσα, από τη Σιβηρία, νέων πολιτικών ηγετών όπως ο Στάλιν και ο Κάμενεφ και κυρίως με την άφιξη του Λένιν, τον οποίο διευκόλυνε να γυρίσει στη Ρωσία από την Ελβετία το γερμανικό επιτελείο, ελπίζοντας να ενισχύσει έτσι τη διάσπαση στο εσωτερικό της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Ο Λένιν κατέφυγε στη Φιλανδία, απ’ όπου κατηύθυνε την επαναστατική δομή των μπολσεβίκων, υποστηρίζοντας ότι από την πρώτη φάση της ε. –την οποία αντιπροσώπευε η αστική κυβέρνηση του Κερένσκι και του πρίγκιπα Λβοφ, η οποία θεωρείτο ως κυβέρνηση απλώς παρενθετική– έπρεπε να περάσουν σε μία δεύτερη φάση, προλεταριακού τύπου, με την εγκαθίδρυση μιας επαναστατικής δικτατορίας των σοβιέτ των εργατών και των χωρικών. Ενώ η προσωρινή κυβέρνηση εξασθενούσε ολοένα και περισσότερο, καθώς υπονομευόταν από εσωτερικές διαμάχες και δεχόταν την πίεση της γερμανικής στρατιωτικής επίθεσης, εξαπολύθηκε το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», που ενίσχυσε τη ραγδαία εξέλιξη της κατάστασης.
Μετά τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Λβοφ-Κερένσκι και την επιστροφή του Τρότσκι από τις ΗΠΑ (ο οποίος, αφού αμφιταλαντεύτηκε στην αρχή, προσχώρησε έπειτα στον μπολσεβικισμό), μεσολάβησε μια περίοδος μάλλον συγκεχυμένη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες μετριοπαθέστερων αριστερών τάξεων φάνηκε να επικρατούν έναντι των μπολσεβίκων. Όμως, η αντιδραστική απόπειρα του στρατηγού Κορνίλοφ να δημιουργήσει με πραξικόπημα μια ισχυρή κυβέρνηση (απόπειρα που αρχικά υποστηρίχτηκε από τον ίδιο τον Κερένσκι) ήταν η καθοριστική κίνηση. Η απόπειρα συντρίφθηκε από τα σοβιέτ, που κάλεσαν τους εργάτες και τους στρατιώτες να υπερασπίσουν την ε. και επανέφερε στο προσκήνιο τους μπολσεβίκους, οι οποίοι είχαν αναλάβει την ηγεσία τους. Πολύ σύντομα, οι μπολσεβίκοι κατέκτησαν την πλειοψηφία στις εκλογές για τα σοβιέτ της Μόσχας και της Πετρούπολης και τον Οκτώβριο, η κεντρική επιτροπή του κόμματος (το οποίο είχε πλέον μετονομαστεί σε Κομουνιστικό Κόμμα) αποφάσισε να περάσει στην ένοπλη δράση. Στις 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου, οι μπολσεβίκοι άρχισαν την εξέγερση, κατέλαβαν τις επίκαιρες θέσεις της πρωτεύουσας και συνέλαβαν τα μέλη της προσωρινής κυβέρνησης. Οι ημερομηνίες αφορούν το παλιό και νέο ημερολόγιο· γι’ αυτό, άλλωστε, αν και έναρξη της ε. θεωρείται η 7η Νοεμβρίου, η Ρωσική ε. ονομάστηκε επίσης Οκτωβριανή.
Την επόμενη ημέρα, το πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ κήρυξε τη μεταβίβαση όλων των εξουσιών στα σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτικών και των χωρικών, δημιούργησε το συμβούλιο των επιτρόπων του λαού (σοβναρκόμ), και απηύθυνε έκκληση σε όλες τις κυβερνήσεις για άμεση ειρήνη με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Από τις 9 έως τις 15 Νοεμβρίου εκδόθηκαν τρία διατάγματα που θέσπιζαν την κρατικοποίηση της γης και τη διανομή της στους χωρικούς, την επιβολή ενός άμεσου ελέγχου των εργατών στα εργοστάσια και την αρχή της αυτοδιάθεσης για τις μη ρωσικές εθνικότητες, που ανήκαν στην παλαιά αυτοκρατορία.
Η πρόταση ειρήνης των μπολσεβίκων δεν έγινε φυσικά δεκτή από τις δυνάμεις της Avτάντ, στις οποίες, εκτός από τα προβλήματα στρατιωτικής φύσης που τους δημιούργησε η ρωσική λιποταξία, προστέθηκαν και πολιτικοκοινωνικά προβλήματα τέτοια, που τις οδήγησαν στην άμεση επέμβαση και στην ένοπλη και χρηματική βοήθεια των δυνάμεων των λευκών, με την ελπίδα πως θα προκαλούσαν έτσι την πτώση της κομουνιστικής κυβέρνησης. Οι Κεντρικές Δυνάμεις δήλωσαν, αντίθετα, ότι θα μπορούσαν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις, αλλά φυσικά με βαρύτατους όρους. Οι μπολσεβίκοι, ύστερα από διάφορες απόπειρες αντίστασης και παρέλκυσης, πιεσμένοι και από την τραγική εσωτερική κατάσταση (καταστροφές, πείνα, εξεγέρσεις των αντιδραστικών), αναγκάστηκαν να δεχτούν τη σκληρότερη ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ (3 Μαρτίου 1918) με την οποία έχαναν τη Φιλανδία και τις βαλτικές επαρχίες και συναινούσαν να παραχωρηθούν στην Τουρκία τα εδάφη πέρα από τον Καύκασο. Ωστόσο, η ειρήνη επέφερε κάποια ανάπαυλα στην επαναστατική κυβέρνηση των μπολσεβίκων, η οποία έστρεψε τις προσπάθειές της στη σταθεροποίηση της εξουσίας της στο εσωτερικό της χώρας που τη μάστιζε ο εμφύλιος πόλεμος και όπου απαιτούσε επείγουσα λύση το ζήτημα των εθνοτήτων. Σχετικά με το τελευταίο πρόβλημα, που τη μελέτη για τη λύση του είχε αναλάβει ο Στάλιν, επίτροπος των εθνοτήτων, η μπολσεβίκικη κυβέρνηση αναγνώρισε στους Φιλανδούς και στους Πολωνούς το δικαίωμα να ιδρύσουν ανεξάρτητα κράτη και αποφάσισε να εγκαθιδρύσει στη Ρωσία κυβέρνηση ομοσπονδιακού τύπου σε εθνική βάση. Οι τολμηρότατες αυτές μεταρρυθμίσεις επέτρεψαν την απόσπαση των Εσθονών, των Λετονών, των Λιθουανών και των Ουκρανών, οι οποίοι, με συνεχείς προτροπές από το εξωτερικό, και σε ορισμένες περιπτώσεις με υποδείξεις ξένων πρακτόρων, κήρυξαν την ανεξαρτησία τους και αργότερα πέτυχαν (μεταξύ 1919 και 1921) –εκτός από τους Ουκρανούς και τους λαούς του Καυκάσου, Αρμενίους και Γεωργιανούς– να δημιουργήσουν, οριστικά, κράτη ανεξάρτητα από τη Σοβιετική Ένωση. Τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονταν μέσα στο πλαίσιο των κρισιμότατων συνθηκών του εμφυλίου πόλεμου. Ήδη, από τον χειμώνα του 1917-18 είχαν οργανωθεί αντιμπολσεβικικές δυνάμεις, που τις εξόπλιζαν και τις υποστήριζαν ανοιχτά, ακόμα και με εκστρατευτικά σώματα, Γάλλοι, Άγγλοι, Ιάπωνες, Αμερικανοί κ.ά. Οι δυνάμεις αυτές δεν είχαν μια ξεκαθαρισμένη ιδεολογική βάση, καθώς άλλοτε ήταν μοναρχικές, άλλοτε δημοκρατικές· μερικές ήταν κατά κάποιο αόριστο τρόπο φιλελεύθερες, άλλες σοσιαλιστικές. Στην πραγματικότητα, υπηρετούσαν τις φιλοδοξίες ορισμένων πρώην στρατηγών της τσαρικής εποχής. Οι δυνάμεις αυτές δρούσαν κυρίως στον νότο και στη Σιβηρία. Στις νότιες επαρχίες οι στρατηγοί Κορνίλοφ και Αλεξέγεφ είχαν δημιουργήσει λευκό έδαφος, όπου την ανώτατη εξουσία ανέθεσαν στον στρατηγό Ντενίκιν. Την ίδια περίοδο, αντεπαναστατικές δυνάμεις δρούσαν στα βόρεια της Πετρούπολης υπό τη διοίκηση του Γιούντενιτς και στη Σιβηρία υπό τον ναύαρχο Κολτσάκ. Στο δεύτερο εξάμηνο του 1918, οι Άγγλοι αποβιβάστηκαν στον Αρχάγγελο, οι Γάλλοι στην Οδησσό και κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Κριμαίας, οι Ιάπωνες στο Βλαδιβοστόκ, οι Τσέχοι είχαν τον έλεγχο ενός αρκετά μεγάλου τμήματος της σιβηριανής ενδοχώρας, ενώ οι Πολωνοί και άτακτα γερμανικά στρατεύματα πίεζαν προς τα δυτικά. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μακροχρόνιος, βίαιος και αιματηρός. Αλλά οι μπολσεβίκικες δυνάμεις, οργανωμένες πια στον Ερυθρό Στρατό, του οποίου δημιουργός και εμψυχωτής ήταν ο Τρότσκι, κατάφεραν να αντισταθούν στην πίεση των λευκών στρατευμάτων και των ξένων εκστρατευτικών σωμάτων και να τους νικήσουν σε όλα τα μέτωπα. Ο Ερυθρός Στρατός πέρασε στην επίθεση και καταδιώκοντας τους Πολωνούς εισβολείς, προχώρησε βαθιά στο εχθρικό έδαφος. Τελικά, την προέλαση των ερυθρών με αρχηγό τον στρατηγό Τουχατσέφσκι, τη σταμάτησε στον Βιστούλα ο πολωνικός στρατός με αρχηγό τον στρατηγό Πιλσούδσκι (14 Αυγούστου 1920) που είχε ενισχυθεί με άφθονα μέσα από την Αντάντ. Η επαναστατική όμως κυβέρνηση των μπολσεβίκων μπορούσε πλέον να θεωρείται εδραιωμένη.
Ο Τρότσκι, σφοδρότερος αντίπαλος της πολιτικής Στάλιν και θεμελιωτής του Ερυθρού Στρατού, απευθύνεται στους στρατιώτες, σε ένα από τα ταξίδια που πραγματοποίησε εκείνη την περίοδο στο πεδίο της μάχης.
Ο Κερένσκι, υπουργός Στρατιωτικών της Ρωσίας, εκπρόσωπος των μενσεβίκων και αργότερα πρωθυπουργός (αριστερά), σε μία επίσκεψή του στο μέτωπο.
«Ο Λένιν δέχεται ομάδα χωρικών», πίνακας του Α. Σέροφ.
«Το πρώτο διάταγμα της σοβιετικής εξουσίας στα χωριά», πίνακας του Β.Α. Ιβάνοφ.
Ένα επεισόδιο από την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων της Πετρούπολης, εναντίον των οποίων επιτέθηκαν οι μπολσεβίκοι την 7η Νοεμβρίου του 1917 (25η Οκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο) κατά τη διάρκεια της Ρωσικής επανάστασης.
Ίλη της «έφιππης στρατιάς», που την ύμνησε ο Ισαάκ Μπάμπελ· τα κατορθώματά της είχαν γίνει θρυλικά κατά τη Ρωσική επανάσταση.
Σχέδιο του 1918, εμπνευσμένο από τη Ρωσική επανάσταση (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η κηδεία των θυμάτων της εξέγερσης του Βερολίνου (Μάρτιος του 1848), σε πίνακα του Άντολφ Μέντσελ.
Επεισόδιο από την παρισινή εξέγερση του Φεβρουαρίου του 1848, τον πρώτο κρίκο της μεγάλης επαναστατικής αλυσίδας, σε ζωγραφικό έργο άγνωστου καλλιτέχνη. Τα παρισινά κινήματα προκάλεσαν την πτώση του Λουδοβίκου Φίλιππου και την ανακήρυξη της δημοκρατίας (Μουσείο Carnavalet, Παρίσι).
Η Νάπολη μετά από επανάσταση, γιορτάζει την παραχώρηση του συντάγματος (29 Ιανουαρίου 1848), όπως απεικονίζεται σε πίνακα του Φιλίπο Παλίτσι (Ιδιωτική συλλογή, Νάπολη).
Tα οικονομικά μέτρα που υιοθέτησε η κυβέρνηση του Άγγλου βασιλιά Γεωργίου Γ’ κατά των αποίκων της Αμερικής όξυναν τη μεταξύ αποικιών και μητρόπολης ένταση, η οποία οδήγησε στην επανάσταση. Οι πατριώτες γκρεμίζουν το άγαλμα του Γεωργίου Γ’ στη Νέα Υόρκη το 1776, όπως απεικονίζεται σε πίνακα του Γουίλιαμ Γουόλκατ.
Καθαρά επαναστατικό χαρακτήρα είχε ο αγώνας που οργάνωσε με την υποστήριξη των εργατικών μαζών και των χωρικών ο Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα εναντίον της δικτατορίας του Μπατίστα. Στη φωτογραφία, ο Κάστρο μιλά στο πλήθος το 1959, το πρώτο έτος της διακυβέρνησής του.
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, ένας από τους σημαντικότερους αρχηγούς της Αμερικανικής επανάστασης του 1776, έτοιμος να επιτεθεί εναντίον των Άγγλων στο Τρέντον, σε πίνακα του Έ. Χικς.
Η εξέγερση εναντίον της εφήμερης μεξικανικής αυτοκρατορίας του Μαξιμιλιανού, που είχε επιβάλει η Γαλλία, κατέχει ιδιαίτερη θέση στα αμερικανικά επαναστατικά κινήματα. Στη φωτογραφία, τα γαλλικά στρατεύματα εγκαταλείπουν τη μεξικανική πρωτεύουσα (1867), σε λιθογραφία της εποχής.
* * *η (AM ἐπανάστασις)η εξέγερση, η απόπειρα βίαιης ανατροπής τού πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος μιας χώρας (α. «εὐεργέται ἧσαν ὑπὸ τὸν σεισμὸν καὶ τῶν Εἱλώτων τὴν ἐπανάστασιν», Θουκ.β. «η ελληνική επανάσταση», η εθνεξέγερση τού 1821)νεοελλ.μτφ.1. απότομη μεταβολή τών καθιερωμένων2. ριζική μεταβολή τών αρχών μιας επιστήμης ή τέχνηςμσν.διαμαρτυρίααρχ.-μσν.εξόγκωμααρχ.1. νέα εξέγερση («τῆς δ' ἐπαναστάσεως διὰ τήν ὀξύτητα και βίαν τοῡ πτώματος χαλεπῶς γενομένης», Διόδ. Σικ.)2. έγερση και μετάβαση για κένωση και συνεκδ. στον πληθ. κενώσεις3. προεξοχή στο κεφάλι4. (ρητ.) ύψωση τού τόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επανίστημι. Η κυριολεκτική σημασία «ανασήκωμα» εξελίχθηκε στις μεταφορικές «ξεσηκωμός» και «ύψωση τόνου» (στη ρητορική) που μαρτυρούνται ήδη από τους αρχαίους χρόνους].
Dictionary of Greek. 2013.